- φαινώπις
- -ώπιδος, ἡ, Α(ποιητ. τ.) θηλ. τ. τού φαῑνοψ.[ΕΤΥΜΟΛ. < φαίνω + -ῶπις (< θ. οπ- τού ὄπωπα*), πρβλ. γλαυκ-ῶπις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φαινώπιδα — φαινῶπις fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)